- διαβατάρης
- ο (θηλ. -άρα και -ισσα, η) [διαβάτης]διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβατάρης, -α, -ικο — ο διαβατάρικος, ο περαστικός, αυτός που δε μένει μόνιμα κάπου: Τα πουλιά που αποδημούν ονομάζονται και διαβατάρικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροδιαβατάρης — ισσα και άρα, ικο αυτός που διαβαίνει, που προχωρεί με ελαφρό βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβατάρης] … Dictionary of Greek
διαβατάρικος — η, ο ο διαβατάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)